FAKE VIEWS


Και ναι. Ήταν ωραία η έκθεση στην Αίγινα και το έργο που με αποχαιρέτησε, μεταφορικώς μιλώντας,

και είναι αυτή η αλήθεια, φίλες και φίλοι, παλεύει ο άνθρωπος μέσα από την τέχνη να αδράξει το υψηλό

όμως στην καρδιά μας πάντα θα έχουμε το κοντό, και δη το κοντομάνικο! Το τισερτάκι το αγαπημένο μας,

το μοναδικό πράγμα που ιδρώνει για εμάς. Το τισερτάκι που σπάνια θα το δείτε στις προθήκες ενός μουσείου αλλά σχεδόν πάντα στα ράφια και τις κρεμάστρες ενός museum shop. Και είναι, ναι, αυτό το post το πέρασμα από το μουσείο στο shop, καθίστε ανάμεσα στις μπάρες, φίλες και φίλοι, και ακούστε τις σειρήνες του συναγερμού! Είναι το αντικλεπτικό! Καλέ μην κλέβετε the work of art in the age of mechanical reproduction!

Η τέχνη έχει γίνει προσιτή σε όλους και τα έχει πει ο Walter από το 1935.

Με λίγα ακόμη χρήματα, για λίγο ακόμη, αυτό το νέο σχέδιο μπορεί να γίνει δικό σας. Πρόκειται για έναν, ακόμη, αγαπημένο αστεϊσμό εμπνευσμένο απ­ό την οπτική και συνάμα την προοπτική των πραγμάτων, ιδωμένη,

και ταυτόχρονα ακουσμένη, μέσα από το διαθλαστικό πρίσμα της συναισθησίας που εντέλει μεταμορφώνεται

σε αναισθησία. Αναισθησία πολιτική, αναισθησία υπαρξιακή, αναισθησία υγειονομική. Η αυθυπαρξία μας κινδυνεύει, η μοναδικότητά μας διασπάται, επέρχεται η σχάση του ατόμου, ο νέος ανθρωπότυπος είναι πασιφανές πως μετεξελίσσεται σε ον με υπόσταση δυική, αλλά όχι διαλογική, ούτε συλλογική, τουναντίον έχουμε πάλι να αντιμετωπίσουμε την αιώνια μυθολογική πάλη του απολλώνιου με το διονυσιακό μέσα στο ίδιο μας

το σώμα που αποτυπώνεται εδώ με τον σιαμαίο άνθρωπο, τον άνθρωπο που ψάχνει να βρει την αλήθεια

μέσα από τις σειρήνες, τον άνθρωπο αράχνη που υφαίνει τον παγκόσμιο ιστό, το δίκτυο, το ίντερνετ το οποίο εντέλει τον φυλακίζει και ο οποίος άνθρωπος αυτό-κατ-αναλώνεται / αυτοκατασπαράσσεται ουρλιάζοντας:

ΠΑΡΕ ΠΑΡΕ ΠΑΡΕ ΠΑΡΕ



TRACTOR

P

Βιωματικό ποστ και τοποθέτηση προϊόντος.

Φόρεσα προχθές το δοκιμαστικό μπλουζάκι με το τρακτέρ και κατέβηκα μετά από μήνες στην λαϊκή

της Καλλιδρομίου. Ντρεπόμουν αρχικά, σύνηθες όταν φοράω ένα νέο μπλουζάκι με το οποίο δεν έχουμε αναπτύξει κάποια σοβαρή σχέση. Ήταν ήδη αργά, τα αγροτικά είχαν ήδη παραταχθεί για να φορτώσουν

τα καφάσια και τους πάγκους, περπατούσα με την δέουσα προσοχή μήπως κάποιος σωλήνας από τις τέντες

μου βγάλει το μάτι και ταυτόχρονα παρατηρούσα τους νέους πελάτες της λαϊκής. Νεολαίοι από τις βόρειες

χώρες πήραν την θέση των προσφύγων της όστριας και του λεβάντε και μάζευαν τώρα με τη σειρά τους

από το οδόστρωμα τρακαρισμένες φράουλες και λυπημένα μαρούλια.

Μόνος σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον αφουγκραζόμουνα, θέλοντας και μη, τους ήχους των καρμπυρατέρ

σε συνδυασμό με τις ύστατες ιαχές που ξεπηδούσαν από τα βροντερά στόματα των λαϊκών πωλητών

οι οποίοι διαφήμιζαν την βραχνή φθηνή πραμάτεια τους εκλιπαρώντας μας να ελαφρύνουμε το άχθος τους

από το κουβάλημα των προϊόντων στο δρόμο της επιστροφής.

Το στέρνο μου άρχισε να βαραίνει. Το φρεσκοτυπωμένο David Brown 990 στο στήθος μου ήδη είχε ενεργοποιήσει την μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων μου και εκκρίσεις αδρεναλίνης διαχέονταν

στους νευροδιαβιβαστές με κατεύθυνση την καρδιά μου, ακριβώς δηλαδή κάτω από το όχημα στο οποίο οφείλεται η κατακόρυφη αύξηση της αγροτικής παραγωγής από τα μέσα του περασμένου αιώνα, εκεί ακριβώς, στον κοτσαδόρο που δένει η φρέζα, το υνί, η καρότσα, η θεριστική και αλωνιστική μηχανή.

Καθώς περνούσε η ώρα, οι λεπτές οργανικές ίνες συνομιλούσαν με τους πόρους του δέρματός μου

και το υδρόφιλο οργανικό βαμβάκι διψούσε για τον μεσημεριανό ιδρώτα μου. Τα πρωταρχικά συναισθήματα εσωστρέφειας έδωσαν την θέση τους σε μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και σιγουριάς. Οι μύες μου πάσχιζαν

να χωρέσουν στα στενά μανίκια του τισέρτ και οι φλέβες μου φούσκωναν σαν ορμητικά ποτάμια που ψάχναν, μάταια, το δέλτα τους.

Περπατούσα στην Καλλιδρομίου και ενώ είμαι γνωστός για την ευπροσηγορία μου, σήμερα ο κόσμος έκανε

στην άκρη και ακόμη και γνωστοί και φίλοι μου, άνθρωποι που συνήθως με αβροφροσύνες και ενδιαφέρον βγάζουν από τα χείλη τους τα “επ τι γίνεται;” – “όλα καλά;΄” – “τα ψώνια του Σαββάτου;” – “Ε, ναι” – “τα λέμε” απέστρεφαν το βλέμμα τους και, για έναν άγνωστο σε μένα λόγο, δεν τα λέγαμε. Είχα μεταμορφωθεί,

η ιπποδύναμη του αγροτικού μηχανήματος με διαπερνούσε σύγκορμο και έγραφε στις συσπάσεις

του προσώπου μου.

Μόνο, τί περίεργο! how queer! κάποιοι πίσω από πάγκους με ζαρζαβατικά, με γένια τριών ημερών, καρώ πουκάμισα και άσπρο φανελάκι μου έκλειναν το μάτι με νόημα και μου έκαναν λάικ με τους ροζιασμένους τους αντίχειρες. Μαύρα μισοφέγγαρα αχνόφεγγαν στα νύχια τους, παράσημα του μόχθου, μπηγμένα στο κορμί

της μάνας γης που γεννά τους καρπούς μιας ξεχασμένης από μήνες σποράς. Αυτοί ξέραν!

Η φύση του ανθρώπου κι ο άνθρωπος της φύσης γίνονται ένα. Εδώ, στην διασταύρωση Μπενάκη

με Καλλιδρομίου, Σάββατο στις 3:55. Ο ήλιος καίει, ξεχνώ ποιος είμαι, culture και agriculture, interaction, interpretation, applause, hipsters driving tractors. Φρούτα παντού. Περιδίνηση. Σκοτοδίνη.

Ένας οξύς πόνος έρχεται να συνταράξει την πριμιτιβίστικη ευδαιμονία του φλανέρ με το τρακτέρ.

Σκοτάδι του μεσημεριού! Αναπάντεχο! δαγκώνω τ’αχείλι μου να μην ουρλιάξω.

Μπρος στον πόνο τί ‘ν’ τα κάλλη. Όσο καμάρωνα σαν σκεπάρνι ρομά, ένας σωλήνας από αυτοσχέδια τέντα καρφώθηκε στο δεξί μου μάτι. Το ήξερα, υπήρχαν μαρτυρίες, το έχω γράψει εξάλλου παραπάνω.

Ο χρόνος παγώνει, αρπάζω την μπάρα και κάνω απότομα πίσω! Ωιμέ! σταυροδρόμι της λαϊκής, τί τραγωδία! Γωνία Λουίς Μπουνιουέλ με Ζωρζ Μπατάιγ, κι εγώ ο Οιδίποδας επί Καλλιδρομίω. Αποκόλληση του οπτικού νεύρου! ο βολβός έχει μείνει στο εσωτερικό του σωλήνα! βλέπω το μάτι μου να με κοιτάζει με αγωνία.

Ο συμπαθής υπάλληλος μου χαμογελάει τόσο γλυκά που με αφοπλίζει. Είναι ανπολίτικλι κορέκτ να του μιλήσω για την ατομική και αστική ευθύνη, ειδικά εδώ. Προθυμοποιείται να με βοηθήσει, αρπάζει από την άλλη άκρη

τον σωλήνα και φυσάει με δύναμη. Μασάει ο Μασσάι; Φυσάει το fish eye! Οφθαλμός αντί οφθαλμού.

Δε με πετυχαίνει για πολύ λίγο. Το μάτι εκσφενδονίζεται πίσω μου και κατρακυλά στον κατήφορο.

Εγώ στα τέσσερα εκλιπαρώ, βοηθήστε τον αόμματο! βοηθήστε τον αόμματο! Ένα ζευγάρι μεσήλικων μου ρίχνουν κάποια ψιλά, δεν έχουν καταλάβει. Τα βάζω στην τσέπη μου. Κάλλιο να σου βγει τ’ όνομα παρά το μάτι, λέω από μέσα μου.

Στο βάθος βλέπω να χάνεται το μικρό στρογγυλό αισθητήριο όργανό μου και νοσταλγώ τις μπίλιες, το γκολφ του φτωχού, που παίζαμε τότε ξυπόλυτοι στις αλάνες, ωραία χρόνια, ανέμελα. Μες στην ατυχία μου μια καμπύλη από μπίρκενστοκ με κάλτσα αγκαλιάζει τον πολύτιμο οφθαλμό μου όπως ακριβώς στα φλιπεράκια το έμβολο συγκρατεί την τελευταία σφαίρα λίγο πριν σπάσουμε το ατομικό μας ρεκόρ. Αντί για Τιλτ, Μπίνγκο!

Πλησιάζω, η κοκκινομαλλούσα φρόιλαϊν το κρατούσε στα χέρια της με απορία.

-Hi! may I have my eye?

-Oh! Won’t you lie?

It looks like rapanaki!

-No! it’s my bloody eye

and I feel so lucky!

Πραγματικά τυχερός μέσα στην ατυχία μου, είχα μαζί μου οινόπνευμα σε σπρέι από τις μέρες της αντισηψίας

και λίγο gaffer tape για να κολλήσω πρόχειρα το οπτικό νεύρο.

Δεν κρύβω, μ’ έτσουξε λιγάκι.

Πήρα των ομματιών μου και καθώς πήγαινα προς τα εφημερεύοντα

με το νου μου στο νυστέρι

μια κυρία με τσεμπέρι

λέει απλώνοντας το χέρι

τί ωραίο το τραχτέρι!

Πόσο πάει; Μ’ ενδιαφέρει

θα το βάλω στο πανέρι

κάνε ένα νταλαβέρι

πες μου ναι! θα σε συμφέρει!

κέρδη θα σου αποφέρει

διότι έρχεται το καλοκαίρι

στα νησιώτικα τα μέρη

ψάχνοντας να βρει ένα ταίρι

ο καθείς θε να διαφέρει

ξάπλα κάτω από τη φτέρη

σαν διαβάζει τον Σεφέρη

να φοράει ένα τραχτέρι!

Κυκλοφορεί στα εξής μοντέλα:

1. Τ-shirt Γκρι Aνοιχτό και Φυστικί | μαύρο μελάνι

1b Ντελαπάρε-Πάρε (Ανάποδο τύπωμα)

2. Tshirt Γκρι Ασφαλτί, Μαύρο και Φυστικί | λευκό μελάνι.

2b. Ντελαπάρε-Πάρε (Ανάποδο τύπωμα)

ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΤΑΓΙΕΡ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΤΡΑΚΤΕΡ!

Καλλιεργηθείτε τώρα!